- υποκαλλιέργεια
- η, Ν(μικρβλ.) όρος που αναφέρεται στην καλλιέργεια ενός μικροοργανισμού, η οποία προέρχεται από μια άλλη προϋπάρχουσα καλλιέργεια.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. επιστημον. όρου, πρβλ. αγγλ. subculture].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.